λεκιασμένος

λεκιασμένος
η , ο[ν] запятнанный, запачканный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λεκιασμένος" в других словарях:

  • κηλιδωτός — ή, ό (Α κηλιδωτός, ή, ον) [κηλίς] γεμάτος κηλίδες, λερωμένος, λεκιασμένος …   Dictionary of Greek

  • φορυκτός — ή, όν, Α [φορύσσω] κηλιδωμένος, λεκιασμένος …   Dictionary of Greek

  • λεκιάζομαι — λεκιάζομαι, λεκιάστηκα, λεκιασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λεκιάζω — λέκιασα, λεκιάστηκα, λεκιασμένος 1. μτβ., λερώνω, κηλιδώνω: Λέκιασε το παντελόνι του. 2. αμτβ., λερώνομαι, κηλιδώνομαι: Από τι λεκιάστηκε η γραβάτα σου; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»